καμπυλοειδῆ

καμπυλοειδῆ
καμπυλοειδής
appearingcrooked
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
καμπυλοειδής
appearingcrooked
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
καμπυλοειδής
appearingcrooked
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπυλοειδής — ές (Α καμπυλοειδής, ές) αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. επίρρ... καμπυλοειδῶς (Α) με τρόπο καμπυλοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιάζω — [κοιλιά] (αμτβ.) μτφ. κάνω «κοιλιά», σχηματίζω κύρτωμα, καμπυλοειδή προεξοχή, εξογκώνομαι σε κάποιο σημείο τής επιφάνειάς μου …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών — Στεγάζεται στην αναστηλωμένη το 1956 από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή στοά που είχε οικοδομήσει στον ίδιο χώρο ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος το 2ο αι. π.Χ. Η συλλογή του μουσείου, από τις πιο αξιόλογες της Αθήνας, περιλαμβάνει ενδεικτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”